Το Νεότερο Λαύριο.

Το Νεότερο Λαύριο – Το Λαυρεωτικό Ζήτημα

Η Γαλλική Εταιρεία Λαυρίου

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Οθωμανούς, το νεοσύστατο κράτος μπήκε σε τροχιά ανασυγκρότησης, προσπαθώντας να εκσυγχρονιστεί και να αναπτυχθεί. Ύστερα από μία μακραίωνη περίοδο δουλείας, η Ελλάδα άρχιζε κυριολεκτικά από το μηδέν. Η ίδρυση του Λαυρίου και η εκμετάλλευση του πλούσιου υπεδάφους του (αλλά και άλλων περιοχών) συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια του νέου ελληνικού κράτους του 19ου αιώνα να αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές του πηγές και τη βιομηχανία του.

Το Λαύριο, λοιπόν, ξανάζησε με την αναγέννηση της Ελλάδας και υπήρξε μία από τις σημαντικότερες νέες πόλεις, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον διεθνή χώρο. Ήταν ξεχασμένο για αιώνες, αλλά το 1860 μπαίνει και πάλι στο προσκήνιο. Υπήρξε ο πρώτος εργατικός οικισμός που οικοδομήθηκε απ’ αρχής στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος κατά το πρότυπο μιας «company town» (πόλη-εταιρεία: μία πόλη η οποία ανήκει εξ’ ολοκλήρου σε μία εταιρεία-από τα κτίριά της μέχρι και τα καταστήματα, η μεταφορά, η ύδρευση κ.ά.).
Αρκετοί μορφωμένοι και διανοούμενοι στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα, γνώριζαν ότι στο Λαύριο βρίσκονταν τα «αργυρεία» των αρχαίων Αθηναίων, από τα αρχαία κείμενα (Ηρόδοτος, Στράβων, Παυσανίας, Αριστοτέλης), αλλά και από εργασίες ξένων συγγραφέων της εποχής πάνω σε αυτά τα κείμενα.

Έτσι, μετά από προσκλήσεις της κυβέρνησης, διάφοροι ειδικοί επισκέφθηκαν την περιοχή, οι οποίοι απεφάνθησαν πως το Λαύριο δεν έχει καμιά σημαντική (ή ότι έχει έστω και μικρή) αξία. Ο μεταλλειολόγος, όμως, Ανδρέας Κορδέλλας επισκέφτηκε το Λαύριο το 1860 και υπέβαλε έκθεση στην κυβέρνηση για την πιθανότητα εκμετάλλευσης των αρχαίων σκωριών που βρίσκονταν συσσωρευμένες σε όλη την έκταση της περιοχής. Ο Ανδρέας Κορδέλλας ήταν μηχανικός-μεταλλειολόγος και συγγραφέας, γεννηθείς στη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του, το 1860 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και πολύ σύντομα έγινε μέλος της επιστημονικής μονάδας που προετοίμασε τον νόμο περί μεταλλείων. Το Δεκέμβριο του 1860 μετέβη για πρώτη φορά στην περιοχή του Λαυρίου  και στη συνέχεια προετοίμασε την πρώτη έκθεση για τα μεταλλεία της περιοχής.  Ήταν ο πρώτος που διέβλεψε την οικονομική προοπτική που υπήρχε από την ανάτηξη των σκωριών και την επεξεργασία των εκβολάδων της περιοχής.

Τον Οκτώβριο του 1863, εμφανίστηκε ο Τζιανμπαττίστα Σερπιέρι, Ιταλός μεταλλειολόγος, τον οποίο ονόμασαν ελληνικώς Ιωάννη Βαπτιστού Σερπιέρη. Ο Σερπιέρι δεν έμεινε αδιάφορος προς τις δυνατότητες του Λαυρίου, και, στηριζόμενος στην μελέτη του Κορδέλλα για τον πλούτο της λαυρεωτικής γης, ακολούθησε το παράδειγμα του πατέρα του, ο οποίος εκμεταλλευόταν τις αρχαίες ρωμαϊκές σκωρίες στη Σαρδηνία. Βλέποντας ότι θα είχε μεγάλο οικονομικό όφελος, έρχεται στην Ελλάδα, για να διαπραγματευτεί με την (διστακτική) ελληνική κυβέρνηση για την αγορά των αρχαίων σκωριών, αναφέροντας:

«Τα εν Μασσαλία εμπορικά καταστήματα των κυρίων Bouquet et Serpieri και των κυρίων Roux de Fraissient απέστειλαν εμέ τον υποφαινόμενον εις Αθήνας ίνα διαπραγματευθώ μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως και αιτήσω…την πώλησιν και παραχώρησιν …του ρηθέντος όρους ( Λαύριο), όσαι ανήκουν εις την Κυβέρνησιν … ή αλλαχού … εις την κυριότητα του δημοσίου».

Ίδρυσε επίσημα το 1864-1865 με δικά του κεφάλαια, αλλά και με τη συμμετοχή-χρηματοδότηση του γαλλικού τραπεζικού οίκου I. Roux-Fressynet, την εταιρεία Roux-Serpieri-Fressynet C.E, όπου στη θέση του μηχανικού παραγωγής τοποθετήθηκε ο Ανδρέας Κορδέλλας. Σε όλη την έκταση του εδάφους της περιοχής, βρίσκονταν διάσπαρτοι χιλιάδες τόννοι σκωριών και εκβολάδων του λαυρεωτικού υπεδάφους.

Εκμεταλλευόμενος την πιθανή νομική εκδοχή ότι οι αρχαίες σκωρίες ανήκουν στους κτήτορες του εδάφους, έσπευσε να αγοράσει παράνομα τους σωρούς σκωριών που βρίσκονταν στην ιδιοκτησία της κοινότητας Κερατέας και της μονής Πεντέλης, καθώς ο νόμος περί μεταλλείων του 1861 αφορούσε μόνο τα φυσικά μεταλλεία, και όχι τα προϊόντα ανθρώπινης εργασίας, όπως ήταν οι σκωρίες και οι εκβολάδες (οι εκβολάδες ήταν φτωχά μεταλλεύματα τα οποία απέρριπταν οι αρχαίοι με χειροδιαλογή, καθώς δεν είχαν την δυνατότητα ή τη γνώση για να τα επεξεργαστούν περαιτέρω, και έτσι σωριάζονταν σχηματίζοντας λοφίσκους).

Έτσι, η εταιρεία άρχισε την εκμετάλλευση, χωρίς να ενημερώσει φυσικά την πολιτεία. Ο Σερπιέρι είχε αρχίσει να ιδιοποιείται αυθαίρετα τις εκβολάδες και να τις πουλά στην εταιρεία προς 2 δρχ/τόννο, εκτός του μερίσματος που θα έπαιρνε ως κύριος μέτοχός της.

Περιφρονώντας νόμους, αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων και τις αποφάσεις της Ελληνικής Βουλής, καταστρατηγούσε κάθε δημόσιο συμφέρον, συμπεριφερόταν όπως γινόταν εκείνη την εποχή σε όλα τα αδύναμα κράτη, παράνομα, αποικιοκρατικά, σκληρά και βάναυσα. Η σύγκρουση με το δημόσιο, η άρνηση της κυβέρνησης να υποχωρήσει στις αποικιακές πολιτικές του Σερπιέρι και η αντίδραση του κοινού ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Και κάπως έτσι, προέκυψε το γνωστό «Λαυρεωτικό Ζήτημα», το οποίο απασχόλησε τόσο τον εγχώριο, όσο και τον ευρωπαϊκό Τύπο, και το οποίο εντάθηκε το 1871.

Το ελληνικό υπέδαφος, ξεπουλημένο σε ξένες εταιρείες, ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ουσιαστικά μιλάμε για την πρώτη μεγάλη εισβολή ξένου κεφαλαίου στη χώρα μας, που έθεσε το πλαίσιο λειτουργίας όλων των επερχόμενων «επενδύσεων»: παντελής αδιαφορία για το εργατικό δυναμικό και αποικιοκρατική λογική στις σχέσεις του με το ελληνικό κράτος. Η μεγάλη φτώχεια της εποχής οδηγεί ανθρώπους από όλη τη χώρα στο να εργαστούν στους ξένους που «δουλεύουν με μοντέρνα συστήματα». Χιλιάδες νέοι αγρότες είχαν εγκαταλείψει τότε τα χωριά τους, που δεν μπορούσαν να τους θρέψουν και έσπευσαν να γίνουν μεταλλωρύχοι στο Λαύριο.

Οι ξένοι, κύριοι της ελληνικής γης, πληρώνοντας εξευτελιστικά ημερομίσθια σε Έλληνες ανειδίκευτους εργάτες (ενώ μόνο εξειδικευμένοι μεταλλωρύχοι θα μπορούσαν να εργαστούν και με υψηλές αμοιβές), έβγαζαν το πολύτιμο μετάλλευμα και το πωλούσαν στο εξωτερικό, θησαυρίζοντας και χωρίς κανένα απολύτως κέρδος για την οικονομία της Ελλάδας.

Το Λαύριο ήταν τότε μια κλασική περίπτωση αποικιοκρατίας. Η εταιρεία είχε προχωρήσει σε σημαντικές επενδύσεις (κόστους 15.000.000 δρχ. περίπου), όπως διαμόρφωση της προβλήτας στο λιμάνι του Λαυρίου, διάνοιξη δρόμων, ίδρυση καταστημάτων κτλ, έχοντας στήσει μια ολόκληρη πόλη, κοντά στα ορυχεία, όπου είχαν εγκαταστήσει την έδρα τους, το λιμάνι εξαγωγών, καθώς και τα άθλια σπίτια στα οποία στέγαζαν τους εργάτες. Έθεσε, δηλαδή, τις βάσεις μιας οικονομικής αυτοκρατορίας, μιας δομημένης και ασύδοτης αποικίας. Η πληρωμή των εργατών ήταν βασισμένη σε εταιρικό νόμισμα, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο στα καταστήματα της εταιρείας που βρίσκονταν στην περιοχή, με αποτέλεσμα τα κέρδη των εργατών να επιστρέφουν πάλι πίσω στην εταιρεία. Ακόμη και οι δήμαρχοι της πόλης τότε, ήταν διευθυντικά στελέχη της εταιρείας!

Οι εργαζόμενοι στα μεταλλεία ήταν σαν δούλοι. Χωρίς ειδίκευση, χωρίς μέτρα προστασίας της ζωής τους, χωρίς εργασιακά δικαιώματα, χωρίς υγειονομική περίθαλψη ή σύνταξη.

Τα μεροκάματα ήταν εξευτελιστικά, ενώ οι όροι εργασίας βάρβαροι και ανελέητοι. Ακόμη και αν τύχαινε να επιζήσει κανείς από τη βαριά δουλειά, αχρηστευόταν γρήγορα σαν εργατική δύναμη. Δούλευαν μέρα νύχτα, δώδεκα και δεκαέξι ώρες την ημέρα στις υγρές και σκοτεινές στοές των μεταλλείων, πολλές δεκάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης. Αν δεν καταπλακώνονταν από τους όγκους των χωμάτων μέσα στις στοές εξόρυξης, καταντούσαν άχρηστοι για οποιαδήποτε άλλη εργασία, στην ηλικία που άλλοι άνθρωποι ξεκινούσαν τη ζωή. Και τότε η εταιρεία τους πετούσε στον δρόμο, ολόκληρες οικογένειες, χωρίς σύνταξη, χωρίς καμία αποζημίωση, αδιαφορώντας για την τύχη τους. Το σπίτι (τρώγλη) χρειαζόταν για να δοθεί στον αντικαταστάτη του εργάτη.

Και ως αποτέλεσμα της έντονης βιομηχανικής και μεταλλευτικής δραστηριότητας, η περιοχή του Λαυρίου, κατακλυζόταν από ένα σύννεφο μολύβδου, που προκαλούσε τα περισσότερο κρούσματα νεοπλασιών των πνευμόνων σε όλη τη χώρα.

Η οικειοποίηση από τους ξένους των σκωριών και των εκβολάδων, με ζημία της ελληνικής οικονομίας, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στην Αθήνα. Το αίσθημα εναντίον των ξένων καλλιεργήθηκε σκόπιμα και από την αντιπολίτευση του Δεληγεώργη, διαδίδοντας φήμες πως το Λαύριο είχε χρυσό. Είχε βάλει πράκτορες να περιφέρονται στην Αθήνα και να δείχνουν δείγματα μεταλλεύματος με χρυσόσκονη, πείθοντας έτσι τον κόσμο πως το Λαύριο είναι η λύση για όλα τα οικονομικά προβλήματα της χώρας.

Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου προσπάθησε να δώσει λύση με την υποβολή νομοσχεδίου τον Μάιο του 1871, που ανέφερε πως οι εκβολάδες και οι σκωρίες του Λαυρίου θα αποτελούσαν πλέον κρατική περιουσία (διότι, θυμίζω, ως προϊόντα ανθρώπινης εργασίας δεν εντάσσονταν στον νόμο «περί μεταλλείων» του 1861).

Η Ελλάδα διεκδικούσε τα αυτονόητα, όμως, οι ξένοι της εποχής είχαν μάθει να λειτουργούν αποικιοκρατικά επί το πλείστον. Για την εξασφάλιση των συμφερόντων των ξένων, σημειώθηκε θρασύτατη επέμβαση των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Ιταλίας. Η εταιρεία πίεσε την ελληνική κυβέρνηση μέσω των πρεσβευτών τους, οι οποίες μόλις είδαν ότι απειλούνται τα οικονομικά τους συμφέροντα, απείλησαν με άμεση στρατιωτική επέμβαση με κανονιοφόρους.

Επαμεινώνδας ΔεληγεώργηςΗ κυβέρνηση (η οποία στο μεταξύ είχε περάσει στα χέρια του Δεληγεώργη) έψαχνε να βρει συμβιβαστικές (ή υποχωρητικές) λύσεις. Το ζήτημα βρισκόταν σε αδιέξοδο, όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο το πρόσωπο του Ανδρέα Συγγρού. Έλληνας επιχειρηματίας του εξωτερικού, έχτισε την περιουσία του ασχολούμενος με τραπεζιτικές εργασίες. Το 1863 μάλιστα δάνεισε στην Ελλάδα 6.000.000 δραχμές και το 1867 μετέφερε την έδρα της επιχειρηματικής του δραστηριότητας στην Ελλάδα. Το 1871 κινδύνευσε να χρεωκοπήσει, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της πτώσης των τουρκικών χρεογράφων, που προκλήθηκαν από τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας. Κατάφερε να σώσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του και έτσι, ίδρυσε την Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως, μαζί με τους Γεώργιο Κορωνιό, Στέφανο Σκουλούδη και Γεώργιο Βλαστό.

Το 1873, ανέλαβε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των αρχαίων εκβολάδων, ιδρύοντας την Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου, έναντι 11.500.000 φράγκων (45.000.000 δραχμές). Υπέγραψε σύμβαση με το Δημόσιο, στην οποία αναφερόταν πως θα του παραχωρούσε το 44% των καθαρών εσόδων της από την εκμετάλλευση του εδάφους της περιοχής, αλλά όχι και του υπεδάφους.

Ο Συγγρός, έχοντας ζήσει στο εξωτερικό, και έχοντας ασχοληθεί με τραπεζικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες, έφερε στην Ελλάδα την κουλτούρα του χρηματιστηρίου, σε έναν λαό ανίδεο και αδαή σε τέτοιου είδους παιχνίδια. Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει στα απομνημονεύματά του πως επέστρεψε στην Ελλάδα για να εκμεταλλευτεί «την νηπιώσην κατάστασην του χρηματοοικονομικού κλάδου». Ο Συγγρός γνώριζε πως από τις αρχαίες εκβολάδες δεν θα είχε μεγάλο κέρδος.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει τη δαπάνη της εξαγοράς της εταιρείας, προχώρησε σε μετοχοποίησή της. Εξέδωσε μετοχές οι οποίες υπερτιμήθηκαν αρκετά γρήγορα. Ο κόσμος ωθούμενος από τις φήμες για τον πλούτο του Λαυρίου, τις αγόραζε μαζικά, πιστεύοντας πως θα άλλαζε η ζωή του προς το καλύτερο. Η μανία απόκτησης μετοχών κατέλαβε τους πάντες, φτωχούς και πλούσιους. Μετοχές αξίας 200δρχ. πωλούνταν προς 300 ή 400δρχ., πωλούνταν χωράφια, περιουσίες μετατρέπονταν σε χαρτιά, δημιουργούνταν σε μία νύχτα, χρήματα έβγαιναν από τα σεντούκια. Κανείς δεν ασχολήθηκε για το αν ήταν αληθείς ή όχι οι φήμες περί πλούτου του Λαυρίου. Οι εγγραφές για την αγορά των μετοχών αποτελούν τις πρώτες χρηματιστηριακές πράξεις που έγιναν στην Αθήνα. Χρηματιστήριο δεν υπήρχε, αλλά υπήρχε το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» στη γωνία των οδών Ερμού και Αιόλου, το οποίο εκτελούσε χρέη Χρηματιστηρίου. Οι συναλλαγές γίνονταν στο πατάρι.

Το χρηματιστικό σκάνδαλο ξέσπασε ραγδαία, καθώς οι μετοχές έχασαν γρήγορα την αξία τους. Τα καινά Ανδρέας Συγγρόςχρηματιστηριακά δαιμόνια που έφερε ο Συγγρός στην Ελλάδα εξανέμισαν περιουσίες και αποταμιεύσεις σε μια στιγμή, κάνοντας τον Συγγρό και τους συνεταίρους του ακόμη πιο πλούσιους, αφού πούλησαν τις μετοχές τους στην ανώτερη δυνατή αξία. Ανάμεσα στους μεγάλους χαμένους που επένδυσαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους, ήταν και ο γνωστός συγγραφέας Εμμανουήλ Ροΐδης με την οικογένειά του. Ο Ανδρέας Συγγρός, για να εξευμενίσει την κοινή γνώμη μετά τον πάταγο του χρηματιστηριακού φιάσκο, έκανε δωρεές και κοινωφελή έργα, όπως το νοσοκομείο και τις φυλακές Συγγρού, το Μουσείο Ολυμπίας, τμήμα του Ευαγγελισμού κ.ά.

Ο Συγγρός, τα Λαυρεωτικά και ό,τι επακολούθησε παρείχαν στον Ροΐδη το έναυσμα και το υλικό για την οξύτερη και καλύτερη σάτιρά του. Στους «Ορισμούς», μέσα από τον «Ασμοδαίο», μαθαίνουμε τι σημαίνουν μεταλλείον και μέρισμα. «Μεταλλείον: Υπόγειος φενάκη». «Μέρισμα: Αρχαία λέξις, μεταπεσούσα εις αχρηστίαν».

Η εταιρεία του συνέχισε να λειτουργεί μέχρι την πλήρη αξιοποίηση και εξάντληση των εκβολάδων και των σκωριών το 1917, και το 1930 εκποίησε τις εγκαταστάσεις της. Η μεγάλη της καμινάδα στην κορυφή του λόφου κοντά στο λιμάνι γκρεμίστηκε από τους Γερμανούς το 1944.

Εν τω μεταξύ, ο Σερπιέρι είχε διατηρήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του υπεδάφους, ιδρύοντας τη Γαλλοελληνική εταιρεία, τα «Μεταλλεία Καμάριζας». Δύο χρόνια μετά την ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας, ίδρυσε τη νέα «Γαλλική Εταιρεία» με έδρα της το Παρίσι, θέτοντας το νέο του εργοστάσιο στη βόρεια πλευρά του Κυπριανού.

Σε αυτές τις εγκαταστάσεις γινόταν η επεξεργασία των μικτών θειούχων μεταλλευμάτων, θειούχου ψευδαργύρου (σφαλερίτη), θειούχου σιδήρου (σιδηροπυρίτη), θειούχου μολύβδου (γαληνίτη) και των οξειδωμένων μεταλλευμάτων, ανθρακικού μολύβδου (κερουσίτη) και ανθρακικού ψευδαργύρου (σμιθσονίτη ή καλαμίνας). Η Γαλλική εταιρεία εκμεταλλεύθηκε και τα σιδηρομαγγανιούχα μεταλλεύματα του Λαυρίου. Μάλιστα σώζονται 5 κάμινοι πύρωσης σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων, τα οποία βρίσκονται σε ικανή απόσταση του παλιού σταθμού του τραίνου της θέσης Δασκαλειό δίπλα στον καινούργιο δρόμο Λαυρίου – Κερατέας.
Η εξόρυξη των μεταλλευμάτων γινόταν έξω από το Λαύριο (κυρίως στην Πλάκα και στην Καμάριζα) και χρειάστηκε η σιδηροδρομική σύνδεση των ορυχείων με την πόλη καθώς και η σύνδεση των εργοταξίων μέσα στο ίδιο το Λαύριο.

Ο Σερπιέρι διαμόρφωσε επίσης και το λιμάνι του Λαυρίου, για την εισαγωγή καύσιμης ύλης και την εξαγωγή των μεταλλευμάτων στο εξωτερικό.

 

Στο σημείο αυτό, αξίζει και μια αναφορά στις απεργίες των εργαζομένων στα μεταλλεία. Το 1896 η κατάσταση για τους εργάτες είχε φτάσει στο απροχώρητο. Οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, η έλλειψη δικαιωμάτων, το χαμηλό εισόδημα οδήγησε τους εργάτες των μεταλλείων της Καμάριζας σε απεργία, η οποία διήρκησε 17 ημέρες. Τα αιτήματά τους ήταν:

  • Αύξηση του μεροκάματου κατά μία δραχμή
  • Κατασκευή έργων προς αποφυγή των θανάσιμων ατυχημάτων των εργατών
  • Να καθιερωθεί η Κυριακή ως ημέρα «ρεπό»
  • Πληρωμή απευθείας από την εταιρεία και όχι από τους εργολάβους, που ενεργούσαν ως ενδιάμεσοι μισθωτοί
  • Ίδρυση νοσοκομείου και φαρμακείου
  • Διάθεση σούστας για την μεταφορά των τραυματιών
  • Οικήματα προς αντικατάσταση των αυτοσχέδιων καλυβών που στέγαζαν τους εργάτες
  • Δημιουργία καταστήματος τροφίμων

Η εταιρεία αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τα αιτήματά τους και έτσι κατέφθασε στην περιοχή δύναμη καταστολής, με αποτέλεσμα η οργή των εργατών να ενταθεί. Η σύρραξη μεταξύ των μεταλλωρύχων και των κρατικών δυνάμεων ήταν έντονη. Όπως γράφει και η εφημερίδα της εποχής «Η Εφημερίς του Κορομηλά»:

«Οι χωροφύλακες πυροβολούσι εις τον αέρα, οι εργάται αντιπυροβολούσι, ακούοντας ύβρεις, φωναί, κραυγαί, πίπτουσιν βροχηδόν λίθοι, συνεχίζονται οι πυροβολισμοί και η Καμάριζα φαίνεται ως εις εμπόλεμον κατάστασιν.»

Ακολούθησε η ανατίναξη των αποθηκών της δυναμίτιδος και του πετρελαίου, και ο Σερπιέρι με δύο μηχανικούς του, όπως ήταν αναμενόμενο, τράπηκαν σε φυγή.

Τελικά, η τάξη επεβλήθημε την παρουσία 2 ιλών ιππικού, μίας πυροβολαρχίας κι ενός ευζωνικού τάγματος. Οι δε Γαλλικές προξενικές αναφορές, προκειμένου να προστατευθούν οι Γάλλοι υπήκοοι και τα οικονομικά τους συμφέρονται στην περιοχή, κάνουν λόγο για την παρουσία του Γαλλικού Θωρηκτού Cosma στο Λιμάνι του Λαυρίου που θα ενίσχυε σε ενδεχόμενη ανάγκη το στρατιωτικό σώμα της Καμάριζας.

Δύο νεκροί εργάτες, πολλοί τραυματίες, συλλήψεις.. Αυτός ήταν ο απολογισμός των γεγονότων, με την εταιρεία να είναι πάλι κερδισμένη, καθώς δεν ικανοποίησε κανένα απολύτως αίτημα των απεργών. Ο Σερπιέρι, όμως, στάθηκε… «γενναιόδωρος», αυξάνοντας το μεροκάματο κατά μία πεντάρα!!!

Η δίκη που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1896 αθώωσε και τους 15 κατηγορουμένους. Μετά την απεργία εγκατεστάθη μόνιμα στην Καμάριζα στρατιωτικό σώμα.

Οι απειλές στρατιωτικής επέμβασης από την Ευρώπη ήταν συχνή τακτική για την εταιρεία. Το ίδιο είχε συμβεί και σε μια μικρότερη απεργία το 1906. Όπως αναγράφεται στις γαλλικές προξενικές αναφορές, επέμεναν πάλι να αποστείλουν ένα γαλλικό πλοίο για να ελέγχει την κατάσταση:

«Η απεργία στο Λαύριο συνεχίζεται. Κατόπιν αιτήσεως της διευθύνσεως της εταιρείας παρακάλεσα τον Υπουργό Εσωτερικών να αυξήσει τον αριθμό των στρατευμάτων για να εξασφαλισθεί η ασφάλεια προσώπων και υλικών. Ο Υπουργός Εσωτερικών δέχθηκε, παρ’ ότιυπάρχουνστοΛαύριοήδη 400 στρατιώτες ..».” (μετάφραση)

Σήμερα σώζονται τα κτίρια του στρατώνα που κατασκευάστηκαν ειδικά για το σκοπό της παραμονής των στρατιωτικών δυνάμεων. Στρατιωτικές δυνάμεις είχαν σταλεί και στην απεργία του 1887, οι οποίες όμως δεν χρειάστηκε να επέμβουν, διότι «η εντεύθεν δε εκπεμφθείσα στρατιωτική δύναμις εύρε τα πράγματα ήσυχα.», γράφουν οι Αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής.

Η επόμενη απεργία που συσχετίζεται με την εταιρεία, συνέβη τον Φεβρουάριο του 1929, διήρκησε 47-48 ημέρες και χαρακτηρίστηκε από έντονα επεισόδια. Η εταιρεία είχε μειώσει το προσωπικό της και ήταν αδιάλλακτη.

Οι εργάτες, παρά την άρνηση των Σερπιέρι να υποχωρήσουν, πίεζαν συνεχώς με την πραγματοποίηση μεγάλων συγκεντρώσεων, όχι μόνο στο Λαύριο, αλλά και στην Αθήνα. Στην πόλη ενισχύθηκε η ήδη υπάρχουσα στρατιωτική δύναμη.

Μετά τον θάνατο-δολοφονία του εργάτη Γιώργου Συρίγου από την αστυνομία στις 3 Φεβρουαρίου και τον τραυματισμό άλλων 33 εργατών, κηρύχθηκε γενική απεργία διαμαρτυρίας σε όλο το Λαύριο. Στην κηδεία του Συρίγου παρευρέθησαν 7.000 άτομα.

Στις 25 Φεβρουαρίου η απεργία επεκτάθηκε σε όλα τα μεταλλωρυχεία της πόλης. Η αστυνομία ήταν και πάλι βίαιη. Στη συγκέντρωση της 14ης Μαρτίου τραυματίστηκαν 30 εργάτριες. Τελικά, η απεργία λύθηκε στις 16 Μάρτη, με νίκη των απεργών και την ικανοποίηση όλων των αιτημάτων τους:

  • Επαναπρόσληψη όλων των απολυθέντων
  • Αναγνώριση του σωματείου τους
  • Ίδρυση ταμείου συντάξεων
  • Αύξηση ημερομισθίων κατά 10%.

Η κυβέρνηση του Βενιζέλου προσπάθησε να διαχειριστεί την ιδιαίτερη κατάσταση του Λαυρίου ασκώντας κοινωνική μέριμνα. Ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης απεργίας, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να δημιουργήσει συσσίτια.

Ο Ε. Βενιζέλος σε επίσκεψή του στο Λαύριο εκφώνησε λόγο από το παλαιό Δημαρχείο στους απεργούς λέγοντας ότι,επειδή δεν µπορούσε να παρέµβει στη Γαλλική Εταιρεία για αύξηση µισθών και επειδή οι µισθοί ήταν χαµηλοί και είχαν και πολλά παιδιά, να τους αποκαταστήσει µε χωράφια.

Εκείνη την περίοδο ιδρύθηκε ο Συνεταιρισμός Μεταλλωρύχων Λαυρίου. Την καθοδήγηση της απεργίας είχε ο Σκλάβαινας, και ο λεβητοποιός στη γαλλική εταιρεία Γεώργιος Δαλέζιος. Πολλοί εργάτες δεν μπήκαν στον Συνεταιρισμό, είτε γιατί δεν διέθεταν τις 50 δραχμές που απαιτούνταν για την εγγραφή σ’ αυτόν ή γιατί φοβήθηκαν το γεγονός ότι οι ηγέτες ήταν αριστεροί ή γιατί θεώρησαν τα κτήματα άγονα και μη αξιοποιήσιμα.

Η εταιρεία έκλεισε το 1989, ύστερα από 100 χρόνια συνεχούς σχεδόν λειτουργίας, αφήνοντας πίσω της τις βιομηχανικές της εγκαταστάσεις και τα κτίριά της ως μνημεία μιας περασμένης εποχής.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι μεταλλευτικές εταιρείες είναι οι βιομηχανίες που μετέτρεψαν το Λαύριο σε ένα από τα πιο αξιόλογα μεταλλευτικά και μεταλλουργικά κέντρα του κόσμου. Έβαλαν τη σφραγίδα τους στη διαμόρφωση του τοπικού χαρακτήρα της πόλης, την ανάπτυξή της, αλλά και στην ανάπτυξη της βαριάς μεταλλευτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, η οποία υπήρξε η μεγαλύτερη εκείνη την εποχή στην περιοχή των Βαλκανίων.

Στις αρχές του 20ου αιώνα το Λαύριο μεταβλήθηκε σε πόλη 10.000 κατοίκων ετερογενούς χαρακτήρα. Άνθρωποι από ολόκληρη τη χώρα κατέφθαναν στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, προσωπικό από τις άλλες εταιρείες της Ελλάδας, από το εξωτερικό έρχονταν Ιταλοί μηχανικοί και Ισπανοί καμινευτές, ενώ οι Μανιάτες που κατέφθασαν δημιούργησαν τον δικό τους συνοικισμό, αυτόν της Νεάπολης. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο πληθυσμός του Δήμου Λαυρεωτικής μειώθηκε κατά το ήμισυ, όμως με την εγκατάσταση των προσφύγων, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, αναζωογονήθηκε.

Οι δύο εταιρίες του Λαυρίου ήταν υπεύθυνες για την λειτουργία της πόλης. Οι κατοικίες και τα καταστήματα ανήκαν στην ιδιοκτησία τους, αυτές φρόντιζαν για την υγειονομική περίθαλψη με νοσοκομεία και φαρμακεία. Οι ίδιες κατασκεύαζαν τα σχολεία, τις εκκλησίες, τις λιμενικές εγκαταστάσεις.

Η ζωή της πόλης είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με τις βιομηχανίες της περιοχής, που όπως είναι φυσικό ακολούθησε την πορεία τους. Η πρώτη σοβαρή κρίση ήλθε στις δεκαετίες 1880 και 1890 με την πτώση της τιμής του μολύβδου. Το καθοριστικό όμως πλήγμα ήλθε με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1930 η Ελληνική Εταιρεία εκποίησε τις εγκαταστάσεις της. Από τα μέσα κυρίως της δεκαετίας του 1950 άρχισε μια καινούρια περίοδος για το Λαύριο που διαρκεί τις επόμενες δεκαετίες και χαρακτηρίστηκε από την ανάπτυξη νέων βιομηχανικών κλάδων. Μετά το 1980 το Λαύριο αντιμετώπισε ξανά ένα νέο κύκλο κρίσης σαν συνέπεια της αποβιομηχάνισης σ’ όλη την Ελλάδα. Δεκάδες μονάδες διέκοψαν τη λειτουργία τους και περισσότερο από 20% του πληθυσμού εγκατέλειψε την πόλη λόγω της ανεργίας.

Η βιομηχανική ανάπτυξη συντέλεσε ώστε το Λαύριο να πάρει την πρωτοπορία σε πολλούς κοινωνικούς και πολιτιστικούς τομείς.

  • Ήταν η πρώτη ελληνική πόλη που χρησιμοποίησε το τηλέφωνο (1882) και η πρώτη που ηλεκτροφωτίστηκε με λάμπες βολταϊκού τόξου (1887).
  • Η εγγραφή των μετοχών των εταιρειών του Λαυρίου ήταν η πρώτη χρηματιστική πράξη που έγινε στην Αθήνα και μιας και δεν υπήρχε χρηματιστήριο, ο τόπος της αγοραπωλησίας ήταν το καφενείο η «Ωραία Ελλάς».
  • Ο πρώτος ελληνικός σιδηρόδρομος (1884) συνέδεε το Λαύριο με την Αθήνα.
  • Ο Ελληνικός συνδικαλισμός έχει πατρίδα του το Λαύριο που αποτέλεσε το χώρο διαμόρφωσης της πρώτης γενιάς βιομηχανικών εργατών, τεχνικών και εργοδηγών.

Το λιμάνι των Εργαστηρίων, το λιμάνι του Λαυρίου απ’ τα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του 20ου αι., ήταν το μοναδικό Ελληνικό λιμάνι που δεχόταν μεγάλα ατμόπλοια λόγω των μεταλλευτικών και μεταλλουργικών εργασιών. Εκατόν είκοσι ατμόπλοια αναφέρει ο Α.Κορδέλλας το 1888, φθάνουν κάθε χρόνο για να μεταφέρουν καύσιμη ύλη και να παραλάβουν τα μεταλλουργικά προϊόντα.
Στο λιμάνι του Λαυρίου το 1871 όπως γράφει ο Ledoux συνωστίζονται άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης, ένα τρικάταρτο ξεφορτώνει κάρβουνο από το Νιουκάστλ της Αγγλίας, τα ατμόπλοια μεταφέρουν τον αργυρούχο μόλυβδο για την Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία. Δύο ατμόπλοια εκτελούν τη τακτική συγκοινωνία -ένα Ελληνικό και ένα Γαλλικό- από τη Μασσαλία. Από δε του 1911 με την ίδρυση απ’ την Ελληνική εταιρεία σταθμού ανθρακεύσεως και την εξυπηρέτηση και άλλων πλοίων, το λιμάνι γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη κίνηση, και η πόλη μεγαλύτερο όφελος.

Μικρά ιστιοφόρα μετέφεραν απ’ την Πελοπόννησο τροφές για τη συντήρηση του πληθυσμού της πόλης. Πριν την κατασκευή του Αττικού σιδηροδρόμου η εφημερίδα «Εστία» (18.11.1879) γράφει:

«Δια θαλάσσης έρχονται οι μεν πολιτικοί επί ατμοτελωνίδων και οπλιταγωγών, οι δε διπλωμάται διά των εις Πειραιά σταθμευόντων πλοίων των ξένων δυνάμεων και οι απλοί ιδιώται λαμβάνουσιν εισιτήριον επί του μικρού ατμοπλοίου «Λαυρείου.»

 

Η Γαλλική Σκάλα, η οποία σώζεται ακόμα, κατασκευάσθηκε το 1888 για να εξυπηρετήσει και αυτή την ευκολότερη φόρτωση στα πλοία των μεταλλουργικών προϊόντων της Γαλλικής εταιρείας τα οποία εξάγονταν κατ’ εξοχήν στη Γαλλία, και την εκφόρτωση άλλων υλικών.


Επιμέλεια άρθρου: Χρύσα Κουνιάδου
*Για οποιοδήποτε λάθος ή ιστορική ανακρίβεια, επικοινωνείστε μαζί μας και θα το διορθώσουμε το συντομότερο δυνατόν.

Η ΠΟΛΗ ΜΑΣ
Η ΠΟΛΗ ΜΑΣ

Σχολιάστε