Σούνιον

ΣΟΥΝΙΟ – ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
σουνιο

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο αρχαίος δήμος του Σουνίου ανήκε στη Λεοντίδα φυλή και εκτεινόταν στην περιοχή ανάμεσα στο Λαύριο, τα Μεγάλα Πεύκα, την Καμάριζα και το ακρωτήριο. Το ιερό του Ποσειδώνος και της Αθηνάς στο ακρωτήριο του Σουνίου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ιερά της Αττικής. Από αρχαιοτάτους χρόνους μαρτυρείται ότι υπήρχε στο ακρωτήρι ναός της Αθηνάς Σουνιάδος. Στην Οδύσσεια του Ομήρου (γ 278) αναφέρεται το »Σούνιον ιρόν» όπου τάφηκε ο Φρόντις, ο κυβερνήτης του πλοίου του Μενελάου, που πέθανε στο ταξίδι της επιστροφής. Η αναφορά αυτή στην ιερότητα του Σουνίου συνδέεται με την ύπαρξη λατρείας κάποιου ήρωα ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. Η περίοδος ακμής για το Σούνιο υπήρξε ο 5ος αι. π.Χ., και συγκεκριμένα τα χρόνια που ακολούθησαν τους ελληνοπερσικούς πολέμους.

 

«ἡμεῖς μὲν γὰρ ἅμα πλέομεν Τροίηθεν ἰόντες, Ἀτρεΐδης καὶ ἐγώ, φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν·
ἀλλ᾽ ὅτε Σούνιον ἱρὸν ἀφικόμεθ᾽, ἄκρον Ἀθηνέων
«

«Μαζί αρμενίζαμε λοιπόν, γυρνώντας απ’ την Τροία, αγαπημένα και πιστά, εγώ κι ο γιος τ’ Ατρέα.
Κι όταν στο Σούνιο φτάσαμε, στων Αθηνών τον κάβο»

(Μετάφραση Ζήσιμου Σίδερη)

 

Η κατοίκηση στην περιοχή του Σουνίου από τους προϊστορικούς χρόνους είναι επιβεβαιωμένη από σποραδικά ευρήματα που βρέθηκαν στο χώρο. Τα ευρήματα αυτά δεν συνδέονται με κάποια σημαντική λατρεία στους χρόνους αυτούς. Αντίθετα, αυξάνουν κατά τον 7ο αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία υπάρχει στο Σούνιο οργανωμένη λατρεία σε δύο σημεία του ακρωτηρίου. Στην άκρη της Σουνιακής χερσονήσου, που αποτελεί το νοτιότερο τμήμα γης της Αττικής, οι Αθηναίοι ίδρυσαν ιερά τιμώντας δύο από τους μεγαλύτερους θεούς τους, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα. Στο νοτιότερο σημείο βρίσκεται το τέμενος του Ποσειδώνα και 500μ. βορειοανατολικά του το ιερό της Αθηνάς. Στη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ., στα ιερά τόσο του Ποσειδώνα όσο και της Αθηνάς, υπήρχαν σπουδαία αναθήματα. Όμως, μόλις στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι αποφασίζουν να προχωρήσουν στην κατασκευή ενός επιβλητικού ναού στο ιερό του Ποσειδώνα. Ο παλαιότερος αυτός πώρινος ναός του τέλους του 6ου αι. π.Χ. καταστράφηκε πριν από την ολοκλήρωσή του, κατά την είσβολή των Περσών το 480 π.Χ. Πριν από την ίδρυση των ναών στο τέμενος είχαν τοποθετηθεί μαρμάρινοι κούροι που καταστράφηκαν επίσης από τους Πέρσες. Τα ερείπια του ναού που σώζονται σήμερα ανήκουν σε μεταγενέστερο ναό.

Το ιερό του Ποσειδώνος βρίσκεται μέσα στο φρούριο που προστάτευε τα παράλια της Αττικής και την μεταλλοφόρα ζώνη. Το Σούνιο κατείχε ένα σημαντικό τμήμα της μεταλλοφόρας ζώνης της Αττικής καθώς και τη περιοχή της Αγριλέζας με τα λατομεία. Σε όλη την έκταση του δήμου έχουν βρεθεί μεταλλευτικές εγκαταστάσεις, σπίτια, αγροικίες, δρόμοι και νεκροταφεία. Ένα μεγάλο νεκροταφείο των γεωμετρικών και κλασικών χρόνων εκτείνεται στην ακτή δυτικά του ακρωτηρίου.

Στο χαμηλότερο λόφο βόρεια του ιερού του Ποσειδώνος ιδρύθηκε το ιερό της Αθηνάς. Στην Αθηνά ήταν αφιερωμένοι δύο ναοί, ο μικρός ορθογώνιος δωρικός ναός των αρχών του 6ου αι. π.Χ. και ο νεώτερος και μεγαλύτερος ιωνικός ναός με βωμό στην νότια πλευρά του.

Τον οικοδομικό οργασμό του 5ου αι. π.Χ. ακολουθεί η σταδιακή παρακμή της περιοχής. Το 412 π.Χ. στο διάστημα του Πελοποννησιακού πολέμου το Σούνιο είχε οχυρωθεί σύμφωνα με το Θουκυδίδη. Οι Αθηναίοι είχαν προμηθευτεί ξυλεία για να οχυρώσουν το Σούνιο και να εξασφαλίσουν έτσι τον περίπλου των σιταγωγών πλοίων τους. Η χρήση διαφορετικών τεχνικών και υλικών πιστεύεται ότι δηλώνει επισκευές και προσθήκες, που έγιναν κατά τη διάρκεια του Χρεμωνιδείου Πολέμου και μετά (266-229 π.Χ.).

Από τον 1ο αι. π.Χ. τα ιερά του Σουνίου φαίνεται πως παρακμάζουν. Ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ. κάνει τον περίπλου του ακρωτηρίου και αποδίδει το ναό στην άκρη του εσφαλμένα στην Αθηνά, γεγονός που αποδεικνύει την παρακμή του χώρου.

Η θέση του ναού παρέμεινε όμως γνωστή κατά τα μεταγενέστερα χρόνια. Πολλοί ήταν μάλιστα οι περιηγητές που επισκέφτηκαν το χώρο πριν από την έναρξη των ανασκαφών, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει η μορφή του λόρδου Βύρωνα.

Οι ανασκαφές στο χώρο του Σουνίου ξεκίνησαν το 1825 από τους Dilettanti και ήταν περιορισμένης έκτασης, όπως και αυτές του Dorpfeld τo 1884. Είχαν ως σημείο αναφοράς το χώρο του ιερού του Ποσειδώνα. Η συστηματική έρευνα ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αι., κατά το έτος 1884 από την Αρχαιολογική Εταιρεία και διήρκεσε ως το 1915. Τη διεύθυνση των ανασκαφών είχε ο Β. Στάης ο οποίος συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Α. Ορλάνδο. Η Αρχαιολογική Εταιρεία διεξάγει νέες ανασκαφές από το έτος 1994 στο φρούριο.

Στο χώρο του Σουνίου περιλαμβάνονται το φρούριο με το ιερό του Ποσειδώνος και τον οικισμό. Μέσα στον τειχισμένο χώρο σώζονται τα προπύλαια και οι στοές και σε ψηλό σημείο στην άκρη του ακρωτηρίου ο μαρμάρινος δωρικός ναός του Ποσειδώνος. Σε χαμηλό σημείο, στη δυτική πλαγιά της χερσονήσου σώζονται τα ερείπια μικρού οικισμού που εκτεινόταν στις δύο πλευρές δρόμου. Το τείχος περιβάλλει έκταση 35 στρεμμάτων και καταλήγει στη θάλασσα προστατεύοντας και τους νεώσοικους που σώζονται σε μικρό προφυλαγμένο όρμο.

Το ιερό του Ποσειδώνα καταλαμβάνει τη νοτιοανατολική άκρη του φρουρίου. Η οχύρωση αρχίζει από τη βορειοανατολική γωνία του, εκτείνεται προς τα βόρεια και στρέφεται προς τα δυτικά. Στη δυτική άκρη του βορείου σκέλους της οχύρωσης κατασκευάστηκαν επί της ακτής νεώσοικοι για τη φύλαξη δύο πολεμικών πλοίων. Στο εσωτερικό του φρουρίου ήρθε στο φως τμήμα κεντρικής οδού, κατάλοιπα οικιών και δεξαμενές για τη φύλαξη νερού.

Το τέμενος του Ποσειδώνα βρίσκεται στο νοτιότερο και ψηλότερο σημείο του ακρωτηρίου. Ο χώρος ισοπεδώθηκε με την κατασκευή αναλημματικών τοίχων προς τα βόρεια και τα δυτικά. Ένα πρόπυλο κατασκευάστηκε στη βόρεια πλευρά, ενώ κατά μήκος της βόρειας και της δυτικής πλευράς οικοδομήθηκαν στοές, για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών. Στον χώρο δέσποζε ο κλασικός ναός.

ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ

Ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο, τα κατάλοιπα του οποίου είναι σήμερα ορατά κτίστηκε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Ήταν δωρικός και είχε 6 κίονες στις στενές πλευρές και 13 κίονες στις μακρές και διαστάσεις 31,12 x 13,47 μ. Έφερε ζωφόρο με γλυπτή διακόσμηση πάνω από το επιστύλιο του προνάου και κατασκευάστηκε από μάρμαρο της Αγριλέζας. Από το ναό σήμερα διατηρούνται οι δύο παραστάδες της ανατολικής πλευράς και αρκετοί από τους κίονες του ανατολικού τμήματος του ναού, ενώ το δυτικό τμήμα έχει καταστραφεί μέχρι και τη θεμελίωση.

Το πρόπυλο κατασκευάστηκε λίγο μετά τον κλασικό ναό από μάρμαρο και πωρόλιθο. Είναι δωρικό δίστυλο μεταξύ παραστάδων και στις δύο όψεις (βόρεια και νότια). Στο εσωτερικό, ένας διαχωριστικός τοίχος διακόπτεται από τρεις θύρες, από τις οποίες η μεσαία είναι πλατύτερη και εφοδιασμένη με επικλινή δρόμο. Επί του δυτικού τοίχου του Προπύλου εφάπτεται μικρή ορθογώνια αίθουσα, ενώ στοές υπάρχουν κατά μήκος της βόρειας και της δυτικής πλευράς του τεμένους. Οι στοές αυτές προορίζονταν για την ανάπαυση και προστασία των επισκεπτών του ναού από τις καιρικές συνθήκες.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΟΥΝΙΑΔΑΣ

γφφγ

Ψηφιακή αναπαράσταση του ιερού της Αθηνάς Σουνιάδος

Σε χαμηλότερο λόφο, 500μ. περίπου βορειονατολικά του ιερού του Ποσειδώνα, σώζονται τα ερείπια του ιερού της Αθηνάς που βρίσκονται κοντά σε ακανόνιστο κυκλικό περίβολο, που αποτελεί το τέμενος αρχαιότερης ανδρικής θεότητας, γνωστό ως περίβολος του Φρόντι ή ως »ηρώο του Φρόντι».

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Φρόντις ή Φρόντης είναι γνωστός ένας γιος του Φρίξου και της κόρης του βασιλιά Αιήτη, της Χαλκιόπης. Αδέλφια του Φρόντι ήταν ο `Αργος (ο κατασκευαστής του πλοίου «Αργώ», που πήρε το όνομά του και το έδωσε στους Αργοναύτες και την εκστρατεία τους), ο Μέλας και ο Κυτίσωρος, κατ’ άλλη εκδοχή και ο Πρέσβωνας. Σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς, ο Φρόντις και οι αδελφοί του αυτοί, αφού γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Κολχίδα, στη συνέχεια, διωγμένοι από τον Αιήτη, ναυάγησαν ταξιδεύοντας και σώθηκαν στο Νησί του `Αρη στον Εύξεινο Πόντο, όπου συνάντησαν τους Αργοναύτες. Μόλις ο Ιάσονας ανεκάλυψε ότι ήταν εγγονοί του Αιήτη, τους έπεισε να επιστρέψουν μαζί του στην Κολχίδα και να τον βοηθήσουν να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο Δέρας. Επίσης, τους ρώτησε πληροφορίες σχετικά με την τοπογραφία και την ασφάλεια της Κολχίδας. Μετά την απόκτηση του Χρυσόμαλλου Δέρατος, ο Φρόντις και οι αδελφοί του έφυγαν στην Ελλάδα μαζί με τους Αργοναύτες.

Ως Φρόντις επίσης αναφέρεται από τον Όμηρο η σύζυγος του Πάνθου και μητέρα του Εύφορβου. Ο τελευταίος φονεύθηκε από τον Μενέλαο.

Επίσης ως Φρόντις αναφέρεται ο γιος του Ονήτορα και πηδαλιούχος του Μενέλαου. Τον κατακεραύνωσε ο Απόλλωνας κατά την επιστροφή του από την Τρωάδα, ενώ παρέπλεε το ακρωτήριο του Σουνίου.

Οαθηνα σουνιαδα τωρα επισκέπτης, λοιπόν, βλέπει τα θεμέλια δύο ναών, του μικρού δωρικού ορθογώνιου ναού του 6ου αι. π.Χ., που καταστράφηκε από τους Πέρσες και του μεγαλύτερου ιωνικού με βωμό στη νότια πλευρά του, του 5ου αι. π.Χ.

Ο μεγάλος ιωνικός ναός της Αθηνάς έχει διαστάσεις 16,4 x 11,6μ. και αποτελείται από ένα ορθογώνιο σηκό. Στο δυτικό μέρος του σηκού διατηρείται η θεμελίωση του βάθρου του λατρευτικού αγάλματος, ενώ στο μέσο υπήρχαν τέσσερις κίονες για τη στήριξη της στέγης.

Ο μικρός δωρικός ναός κτίστηκε στα βόρεια του προηγουμένου. Είναι πρόστυλος και έχει διαστάσεις 5 x 6,80 μ. Στο σηκό διατηρείται το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος. Τόσο η χρονολόγηση όσο και η ταύτιση της λατρευόμενης θεότητας δεν είναι απόλυτα βεβαιωμένες.

Μέσα στα όρια του φρουρίου, στην δυτική πλευρά της χερσονήσου σώζεται μικρός οικισμός. Τα σπίτια παρατάσσονται στις πλευρές του δρόμου που ξεκινάει δυτικά του ιερού και καταλήγει στην απότομη βραχώδη άκρη πάνω από τους νεώσοικους. Ορισμένα από τα κτίσματα στέγαζαν τους στρατιώτες του φρουρίου. Από την κατασκευή των σπιτιών και τα επιφανειακά ευρήματα φαίνεται ότι ο οικισμός χρονολογείται κυρίως στην ελληνιστική περίοδο.

Το 1762 στην περιοχή του Σουνίου ναυάγησε ο Άγγλος ποιητής Γουίλιαμ Φάλκονερ (1732-1769) που ταξίδευε από Βενετία προς Αλεξάνδρεια. Σχετικά για το ναυάγιο αυτό και την εμπειρία του περιέγραψε σε μια περίφημη ποιητική τριλογία με τον τίτλο «Το ναυάγιο», η οποία και έτυχε ιδιαίτερης αποδοχής και θαυμασμού από τους κριτικούς και το κοινό της εποχής.

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΡΥΜΟΣ ΣΟΥΝΙΟΥ

Οι εθνικοί δρυμοί είναι φυσικές περιοχές με ιδιαίτερη οικολογική σημασία, εξ αιτίας της σπάνιας και ιδιαίτερης χλωρίδας (φυτά) και πανίδας (ζώα) και των γεωλογικών σχηματισμών του εδάφους και του υπεδάφους. Στην Ελλάδα υπάρχουν 13 Εθνικοί Δρυμοί και ένας από αυτούς είναι ο Εθνικός Δρυμός Σουνίου.

Ως Εθνικός Δρυμός Σουνίου έχει χαρακτηρισθεί από το 1974 η ενδοχώρα της Λαυρεωτικής δυτικά της πόλης του Λαυρείου, από την Πλάκα μέχρι το Σούνιο και τα Λεγραινά. Έχει συνολική έκταση 35.000 στρ. Από αυτά, τον πυρήνα του δρυμού αποτελούν τα 7.500 στρ. και την περιφερειακή του ζώνη τα 27.500 στρ. Ολόκληρος ο χώρος του δρυμού παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό, γεωλογικό-μεταλλευτικό και παλαιοντολογικό ενδιαφέρον.

ΚΕΝΤΑΥΡΙΑ

Λαυρεωτική Κενταύρια (Centaurealaureotica) γνωστή με το κοινό όνομα αλιβάρβαρο.

Το μεγαλύτερο μέρος του Εθνικού Δρυμού Σουνίου καλύπτεται από πευκοδάση χαλέπιου πεύκης (Pinushalepensis), θερμομεσογειακούς θαμνώνες από πουρνάρι, σχίνο, αγριελιά, κοκορεβυθιά κ.λπ. και φρύγανα όπως θυμάρια, αφάνες, ασφάκες, λουμινιές, λαδανιές, ασπαλάθους κ.λπ. Διάσπαρτα στην περιοχή συναντώνται και τα κυπαρισσόκεδρα (βένια). Επίσης υπάρχουν και πολλές πώες μεταξύ των οποίων είναι και ένα είδος που βρίσκεται μόνο στην περιοχή, η λαυρεωτική κενταύρια (Centaurealaureotica) γνωστή με το κοινό όνομα αλιβάρβαρο. Στην πανίδα του Δρυμού περιλαμβάνονται είδη όπως η αλεπού, ο λαγός, ο ασβός, το κουνάβι, η νυφίτσα και διάφορα μικροθηλαστικά. Από τα πουλιά υπάρχουν μόνιμα είδη όπως η δεκαοχτούρα, ο κότσυφας, ο γαλοζοκότσυφας, ο σπουργίτης, η κουκουβάγια, ο τσαλαπετεινός καθώς και κάποια άλλα που έρχονται την άνοιξη από την Αφρική όπως ο πετροκότσυφας ή κατεβαίνουν για να ξεχειμωνιάσουν όπως το ψαρόνι, η σταχτοσουσουράδα, ο κοκκινολαίμης, ο σπίνος κ.α. Από την περιοχή δεν λείπουν και τα αρπακτικά όπως η γερακίνα.

Ο Παλαιοζωλόγος R.Julien υποστηρίζει ότι κατά την νεολιθική περίοδο υπήρχαν ελάφια, αγριογούρουνα και αρκούδες, ζώα που μνημονεύονται και κατά τους ιστορικούς χρόνους. Σκελετοί ελαφιών που βρέθηκαν σε στοές μεταλλείων της περιοχής χρονολογούνται στον 2ο αι. μ.Χ. (Μπάουμαν 1984). Ο λόφος στον οποίο υπάρχουν αυτές οι στοές ονομάζεται και σήμερα Έλαφος. Επίσης ακόμη και στα νεότερα χρόνια στα πρακτικά μιας δίκης του 1840 αναφέρεται ότι ένας δασοφύλακας είχε σκοτώσει μέσα σε δύο χρόνια 30 αγριογούρουνα. Κατά την ίδια εποχή ο βασιλιάς της Ελλάδας Όθων Βίτελσμπαχ επισκεπτόταν με τη συνοδεία του τον τόπο για το πλούσιο κυνήγι της. Σήμερα φυσικά τα τελευταία είδη δεν υπάρχουν.

Η περιοχή προστατεύεται και έχει χαρακτηριστεί όπως προαναφέρθηκε ως Εθνικός δρυμός Σουνίου, αρχαιολογικός χώρος, ιστορικός τόπος και τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Ο τελευταίος χαρακτηρισμός αφορά όλη τη Λαυρεωτική. Τα πεύκα του Λαυρίου, στον Εθνικό Δρυμό Σουνίου είναι πεισματικά, αναγεννήθηκαν παρά τα δεινά που υπέστησαν απ’ την αδηφάγο μανία των ανθρώπων, κυρίως των μεταλλευτών, όπως γράφει ο εξέχων νομομαθής Α.Οικονόμου το 1866:

«Εντεύθεν μεταβαίνομεν εις την θέσιν Λεκάνην, αρχομένην άνωθεν της θέσεως Πόρτο-Πασά… Η χώρα αυτή καταβαρύνει την ψυχήν και την θλίψιν, όλα τα πλαγιάσματα των γύρωθεν βουνών είναι κεκαλυμμένα από πυκνότατα πεύκα διαφόρων ηλικιών ξηρά και μαύρα εκ φοβεράς διαβάσεως πυρός»

Ο εμπρηστής ήταν ο I.B.Serpieri για να ιδιοποιηθεί αυθαίρετα τις εκβολάδες, όπως καταγγέλλει ο Πρωθυπουργός Ε. Δεληγεώργης το 1872:

«Τα δε δάση κατά μέγα μέρος υπό της εταιρείας (του I. Β. Serpieri) κατεστράφησαν…Ταύτα εν πολλοίς κατηφάνισεν αυτογνωμόνως και άνευ αδείας και παράτους κειμένας νόμους, το μεν δι’ εκκοπής, το δε δια πυρπολήσεως και εκριζώσεως».

Τα πολύτιμα αργυρομολυβδούχα μεταλλεύματα που φώλιασαν στο υπέδαφος της Λαυρεωτικής ανάμεσα στο σχιστόλιθο και το μάρμαρο, σε τρία επαναλαμβανόμενα επίπεδα, ήταν αυτά που όρισαν και την ιστορική της πορεία. Αλλά και τα πολυάριθμα ορυκτά που αποτελούν τη γη της, είναι ένα ακόμη από τα ενδιαφέροντα που παρουσιάζει η Λαυρεωτική.

Στην επιφάνεια το τοπίο χαρακτηρίζεται από την απαλότητα των γραμμών των χαμηλών λόφων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το «‘Εγκοιλο Χάος», το τεράστιο βάραθρο που σχηματίσθηκε από την κατακρήμνιση σπηλαίου, αλλά και άλλα σπήλαια, όπως το Σπήλαιο του Κίτσου (2 χιλ. βόρεια της Καμάριζας στο λόφο Μικρό Ριπάρι), όπου εκτός από ανθρώπινα ίχνη, βρέθηκαν και απολιθώματα βοτανικών ειδών που δεν υπάρχουν πια στην περιοχή: η μαύρη πεύκη, το πυξάρι, ο φράξος, η αγριοφουντουκιά, ή στην Ελλάδα ολόκληρη, όπως η παραθαλάσσια πεύκη και η φελοδρύς. Στο σπήλαιο βρέθηκαν ακόμη και οστά κότας που μαρτυρούν ότι είναι ένα πανάρχαιο είδος στην Ελλάδα, καθώς και σκελετοί ελαφιού, αγριόχοιρου και αρκούδας από τον 2ο μ.Χ. αιώνα.
Στην περιοχή ακόμη, εκτός από τα εκτεταμένα λείψανα αρχαίων μεταλλείων και εργαστηρίων των ιστορικών χρόνων, υπάρχουν και οικισμοί από την παλαιολιθική, νεολιθική και προϊστορική περίοδο.

Ολόκληρη η Λαυρεωτική μπορεί να θεωρηθεί ένα φυσικό ορυκτολογικό μουσείο. Πρόκειται για έναν πραγματικό ορυκτολογικό παράδεισο. Από τα 3000 περίπου ορυκτά που είναι γνωστά σε όλον τον κόσμο σήμερα, περισσότερα από 280 βρίσκονται στο Λαύριο. Κάποια από αυτά αναγνωρίζονται με γυμνό μάτι και κάποια άλλα με τη βοήθεια μικροσκοπίου ή με ειδική ακτινοσκοπική εξέταση.

Τα ορυκτά του Λαυρίου είναι είτε πετρογενετικά, δηλαδή αποτελούν συστατικά των πετρωμάτων της περιοχής, είτε δευτερογενή, δηλαδή έχουν δημιουργηθεί, εκ των υστέρων, στις σκωρίες, στα άχρηστα απομεινάρια των μεταλλευμάτων που προήλθαν μετά την καμίνευση του χρήσιμου μεταλλεύματος.
Από αυτά που συναντάμε συχνότερα στη Λαυρεωτική είναι ο γαληνίτης, ο σμισθονίτης, ο σιδηροπυρίτης, τα μικτά θειούχα (φυσικό μίγμα των τριώνπροηγούμενων), ο λειμωνίτης, , ο μαλαχίτης και ο αζουρίτης, ο φθορίτης, ο αραγωνίτης, ο κερουσίτης και η καλαμίνα, αλλά και ο βαρύτης και ο γύψος. Ο γαληνίτης είναι το βασικότερο ορυκτό της Λαυρεωτικής και μαζί με τον κερουσίτη αποτελούσαν την «αργυρίτιδα» των αρχαίων μεταλλευτών, απ΄ την οποία έβγαζαν το ασήμι.

Άξιο να σημειωθεί είναι ότι μερικά ορυκτά, περίπου 67, βρίσκονται μόνο στη Λαυρεωτική ή οφείλουν το όνομά τους σε τοποθεσίες ή πρόσωπα που συνδέονται με τα μεταλλεία του Λαυρίου, όπως ο λαυριονίτης (Λαύριο), ο καμαριζίτης (Καμάριζα), ο θορικοζίτης (Θορικός), ο κτενασίτης (Κτενάς) και ο σερπιερίτης (Σερπιέρης).

Εξ αιτίας της ποικιλίας τους, της σπανιότητάς τους και της ιδιαίτερης ομορφιάς τους, τα λαυρεωτικά ορυκτά έχουν προκαλέσει, από χρόνια, το έντονο ενδιαφέρον μεταλλωρύχων και συλλεκτών από όλον τον κόσμο.
Τα ωραιότερα δείγματα λαυρεωτικών ορυκτών βρίσκονται σε μουσεία Φυσικής Ιστορίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό αλλά και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές. Σήμερα, τα ορυκτά του Λαυρίου προστατεύονται από την πολιτεία και δεν επιτρέπεται πλέον ελεύθερα η εξόρυξή τους. Παρ΄ όλα αυτά, αρκετά συχνά γίνεται λαθραία…

Επιμέλεια Κειμένου: Χρύσα Κουνιάδου

ΠΗΓΕΣ:

odysseus.culture.gr
users.sch.gr
eranet.gr
el.wikipedia.org
bbem.edu.gr

Σχολιάστε